- προπεμπτήριο
- το / προπεμπτήριος, -ον ΝΜΑνεοελλ.1. βούλευμα, μετά από αίτηση προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, με το οποίο μπορεί να διαταχθεί η προσωρινή αποφυλάκιση προφυλακισμένου, με καταβολή εγγύησης2. πράξη τού δικαστηρίου για προσωρινή απαλλαγή πτωχεύσαντος από την προσωποκράτησημσν.-αρχ.αυτός που προπέμπει, που συνοδεύει («ὕμνους ἐξοδίους τε καὶ προπεμπτηρίους», Μηναί.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προπέμπω + κατάλ. -τήριος (πρβλ. προσκλη-τήριος)].
Dictionary of Greek. 2013.